περισπῶμαι

περισπῶμαι
περισπάω
draw off from around
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres ind mp 1st sg
περισπάω
draw off from around
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
περισπάω
draw off from around
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
περισπάω
draw off from around
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισπώμαι — βλ. πίν. 72 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: περισπώμαι : η αρχική έννοια (→ αποσπώ την προσοχή κάποιου από την ασχολία του είναι σπάνια στην κοινή νεοελληνική (έχει επιβιώσει στο επίθ. απερίσπαστος), γι αυτό και δεν απαντάται η ενεργ. φωνή περισπώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απερίσπαστος — η, ο (AM ἀπερίσπαστος, ον) [περισπώμαι] 1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες 2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές αρχ. 1. (για στρατεύματα) ο μη… …   Dictionary of Greek

  • περισπωμένη — η, Ν γραμμ. ένα από τα τρία σημεία τού παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση τού μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία… …   Dictionary of Greek

  • περισπωμένως — Α επίρρ. με περισπωμένη, ιδίως στη λήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισπώμενος, μτχ. τού περισπῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”